Πολλές φορές η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών έχει βρεθεί στο στόχαστρο μιας ανελέητης κριτικής, με τους επικριτές να εκφράζουν έντονες αντιρρήσεις για τη χρησιμότητα του συγκεκριμένου μαθήματος και να τάσσονται φανατικά υπέρ του εξοστρακισμού του από το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Εντούτοις, μία χορεία σημαντικών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών προτρέπει σε μια πιο ψύχραιμη θεώρηση του όλου ζητήματος, διαμορφώνοντας αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης και προβάλλοντας θέσεις, γνώμες, επιχειρήματα με ισχυρά (ιδεολογικά, πνευματικά) ερείσματα.
Γιατί μαθαίνουμε Aρχαία Eλληνικά;
[…] Τη μόνη «λογική» απάντηση γιατί μαθαίνουμε Αρχαία, γιατί τελοσπάντων εντρυφούμε στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, την έχουν δώσει οι μεγάλοι συγγραφείς. Έλληνες και ξένοι. Όχι οι φιλόλογοι. Ούτε οι παιδαγωγοί. Ούτε το υπουργείο Παιδείας. Αλλά αυτή η «λογική» απάντηση, επειδή ακριβώς προέρχεται από τον χώρο της τέχνης, δεν φαίνεται να μας ικανοποιεί πρακτικά. Αντιθέτως δείχνει το «περιττόν», το μη πρακτικόν. Το πολυτελές. Το μη αναγκαίον. Αυτό όμως που τελικά αποδεικνύεται αναγκαίον. H τέχνη είναι «περιττή», αλλά τόσο αναγκαία. […] Γιατί; Διότι ο πολιτισμός γενικότερα μοιάζει περιττός, αλλά προφανώς δεν είναι. Ο Καβάφης λοιπόν έμαθε και διαχειρίστηκε την αρχαία ελληνική λογοτεχνία διότι εκεί, σε μια συγκεκριμένη εποχή της, βρήκε το υλικό να δημιουργήσει ο ίδιος το δικό του έργο. Μεταποίησε το αρχαίο λογοτεχνικό υλικό για χάρη, προς όφελος της τέχνης του. Αυτό έκανε και ο Σεφέρης. Και ο Τζέιμς Τζόυς […] Βρήκαν υλικό όχι πώς να γίνουν καλοί άνθρωποι, αλλά πώς να εμπνευστούν και να δημιουργήσουν. H αρχαία ελληνική λογοτεχνία, κάθε λογοτεχνία, είναι πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Αυτό ισχύει και για τη νεοελληνική λογοτεχνία αλλά και για την ισπανική και την κινέζικη. Εδώ σε μας συντρέχουν – να το δεχτούμε – ιστορικοί λόγοι που επιβάλλουν (τουλάχιστον σε όσους το επιθυμούν) και τη γλωσσική διδασκαλία των Αρχαίων. Μαθαίνουν λοιπόν Αρχαία τα γυμνασιόπαιδα επειδή έτσι έχουν την πολυτέλεια να γίνουν μέτοχοι μιας άλλης τάξεως γλωσσικής και λογοτεχνικής γνώσης και εμπειρίας. Δεν γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι διαβάζοντας Ορέστεια ή Οθέλο […]
(Γιώργης Γιατρομανωλάκης, εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 24 Νοεμβρίου 2008)